- ὑποψήχω
- ὑποψήχω,A scrape up,
σώματα σὺν ταῖς ἄμμοις Posidon.48
J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σώματα σὺν ταῖς ἄμμοις Posidon.48
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποψήχω — Α τρίβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψήχω «τρίβω, ξύνω»] … Dictionary of Greek